- αμετασχημάτιστος
- -η -ο[μετασχηματίζω]αυτός που δεν μετασχηματίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετασχηματιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετασχημάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να μετασχηματιστεί: Η αλγεβρική αυτή παράσταση είναι αμετασχημάτιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)